- επαινώ
- (AM ἐπαινῶ, -έω) [αινώ]1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.)μσν.- νεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος1. ξακουστός, φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», Ερωτόκρ.)2. επαινετικόςμσν.1. μακαρίζω («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)3. μέσ. καμαρώνω, καυχιέμαιαρχ.-μσν.(για το θείο) δοξάζω, υμνώ («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)αρχ.1. (με δοτ. προσ.) παραδέχομαι, συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», Ομ. Ιλ.)2. (ειδ.) παραιτούμαι από κάτι ευχαριστώντας ευγενικά3. τρέφω φιλικά αισθήματα για κάποιον4. εγκωμιάζω δημόσια5. υπόσχομαι, δίνω ελπίδες6. συμβουλεύω.
Dictionary of Greek. 2013.